- ἀνάπτωτος
- ἀνάπτωτος, ον,A flat, of style, v.l. in Eust. ad D.P.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάπτωτος — ἀνάπτωτος, ον (Μ) (για ύφος) πληκτικός, μονότονος, άτονος … Dictionary of Greek